- φοίνικας
- ο1. γένος φυτών της οικογένειας Φοινικίδες που περιλαμβάνει δέντρα των θερμών χωρών, μονοκοτυλήδονα, μακρόβια, με ίσιο, ψηλό κορμό, που απολήγει σε δέσμη φύλλων, η φοινικιά, η χουρμαδιά.2. ο καρπός αυτού του δέντρου, το φοινίκι, ο χουρμάς.3. ονομασία ασημένιου νεοελληνικού νομίσματος που κόπηκε την εποχή του Καποδίστρια.4. ιερό μυθικό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων, για το οποίο πιστευόταν ότι είχε μέγεθος αϊτού, ζούσε 500 χρόνια και όταν καταλάβαινε ότι πλησίαζε το τέλος του, άναβε φωτιά με αρωματικά ξύλα, ριχνόταν μέσα σ' αυτή, καιγόταν και από τη στάχτη του γεννιόταν άλλος φοίνικας.5. ως κύρ. όν., Φοίνικας, ο πληθ. -ες, ο κάτοικος της αρχαίας Φοινίκης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.