φοίνικας

φοίνικας
ο
1. γένος φυτών της οικογένειας Φοινικίδες που περιλαμβάνει δέντρα των θερμών χωρών, μονοκοτυλήδονα, μακρόβια, με ίσιο, ψηλό κορμό, που απολήγει σε δέσμη φύλλων, η φοινικιά, η χουρμαδιά.
2. ο καρπός αυτού του δέντρου, το φοινίκι, ο χουρμάς.
3. ονομασία ασημένιου νεοελληνικού νομίσματος που κόπηκε την εποχή του Καποδίστρια.
4. ιερό μυθικό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων, για το οποίο πιστευόταν ότι είχε μέγεθος αϊτού, ζούσε 500 χρόνια και όταν καταλάβαινε ότι πλησίαζε το τέλος του, άναβε φωτιά με αρωματικά ξύλα, ριχνόταν μέσα σ' αυτή, καιγόταν και από τη στάχτη του γεννιόταν άλλος φοίνικας.
5. ως κύρ. όν., Φοίνικας, ο πληθ. -ες, ο κάτοικος της αρχαίας Φοινίκης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φοινικάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοινικάς — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοινικᾶς — φοινίκεος purple red fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινίκας — Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem acc pl Φοινίκᾱς , Φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκας — φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem acc pl φοῑνίκᾱς , φοινίκη Phoenicia fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοίνικας — Φοί̱νῑκας , Φοῖνιξ Phoenician masc/fem acc pl Φοῖνιξ Phoenician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίνικας — φοί̱νικας , φοῖνιξ Phoenician masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικά — φοινικάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”